δυσαρίθμητος

δυσαρίθμητος
η , ο [ος , ον ] неисчислимый, несметный, бесчисленный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "δυσαρίθμητος" в других словарях:

  • δυσαρίθμητος — hard to count up masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαρίθμητον — δυσαρίθμητος hard to count up masc/fem acc sg δυσαρίθμητος hard to count up neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαριθμήτοις — δυσαρίθμητος hard to count up masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαριθμήτου — δυσαρίθμητος hard to count up masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαριθμήτους — δυσαρίθμητος hard to count up masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαριθμήτων — δυσαρίθμητος hard to count up masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσαρίθμητα — δυσαρίθμητος hard to count up neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»